καλοταίριαστος, -η

καλοταίριαστος, -η
-ο και καλοταίριαχτος, -η, -ο ταιριασμένος, συνδυασμένος με επιτυχία: Η παρέα αυτή είναι καλοταίριαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοταίριαστος — και καλοταίριαχτος, η, ο [καλοταιριάζω] αυτός που συνδυάζεται με επιτυχία, που εναρμονίζεται εντελώς, που συμφωνεί τελείως, καλοταιριασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”